- ἐφυγραίνομαι
- ἐφυγρ-αίνομαι, [voice] Pass.,A become moist: of the bowels, to be relaxed, Hp.Epid.1.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφυγραίνω — (Α ἐφυγραίνομαι) [έφυγρος] μέσ. εφυγραίνομαι γίνομαι υγρός στην επιφάνεια, νοτίζομαι, υγραίνομαι από πάνω νεοελλ. κάνω υγρή την επιφάνεια κάποιου αρχ. ιατρ. (για την κοιλία και τα έντερα) ελαφρύνομαι, εκλύομαι … Dictionary of Greek